usité - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

usité - translation to γαλλικά


usitée      
{ adj } ({ fém } от usité)
usité      
{ adj } ({ fém } - usitée)
1) употребительный, обычный
peu usité — малоупотребительный, редкий
2) используемый
être usité — употребляться, быть в ходу
usité      
употребительный ; употребляемый ;
peu usité - малоупотребительный;
ce mot est usité par les meilleurs écrivains - это слово употребляется лучшими писателями [встречается у лучших писателей]
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για usité
1. Cet estimateur est tellement usité en finance que l‘on oublie qu‘il n‘est qu‘une approximation de la formule exacte.
2. Sa premi';re famille shabituera aux absences prolongées de Yazid (cest son second prénom), plus usité dans le cercle familial.
3. Selon l‘AFP, c‘est le moyen le plus usité par les malfrats pour s‘attribuer l‘identité d‘un quidam, et frauder ŕ couvert.
4. " Cest dire que le container reste le moyen de transport le plus usité vers les ports dAlgérie ", dira le responsable français.
5. La chasse aux colonies pour la grandeur de la France et de sa place par rapport ŕ lAngleterre était largument externe usité ŕ lépoque pour justifier la colonisation de lAlgérie.